περιεσταλμένως

περιεσταλμένως
περιεσταλμένως, Adv., ([etym.] περιστέλλω)
A couertly, Arr.Epict.3.7.13, D.L.7.16; τὰ αἰσχρὰ π. ἀπαγγέλλειν gloss them over, Theon Prog.2 : gloss on εὐσταλέως, Erot.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • περιεσταλμένως — couertly indeclform (adverb) περϊεσταλμένως , περιστέλλω dress perf part mp masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιεσταλμένως — Α επίρρ. 1. κρυφά, μυστικά 2. με επιφύλαξη, με συστολή 3. με κομψό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. περιεσταλμένος τού περιστέλλω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”